Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


predilezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prediletˈtsjone]

1 μεροληψία
2 προτίμηση
3 προκατάληψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prediletto prediligere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

predicozzo (ουσ αρσ )
predigerire (ρ. μτβ.)
predigestione (θηλ.ουσ)
prediletto (ουσ αρσ )
prediletto (επίθ.)
predilezione (θηλ.ουσ)
prediligere (ρ. μτβ.)
prediluviale (επίθ.)
predio (ουσ αρσ )
predire (ρ. μτβ.)
predisporsi (ρ.μ. (αντων.))
predisporre (ρ. μτβ.)
predisposizione (θηλ.ουσ)
predisposto (επίθ.)
predizione (θηλ.ουσ)
predominante (επίθ.)
predominanza (θηλ.ουσ)
predominare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
predominio (ουσ αρσ )
predone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---