Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


predicòzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prediˈkɔttso]

1 ψάλσιμο
2 κατσάδα
3 μάλωμα
4 εξάψαλμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  predicazione predigerire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

predicativo (αρσ. επίθ και ουσ)
predicato (αρσ. επίθ και ουσ)
predicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
predicatorio (επίθ.)
predicazione (θηλ.ουσ)
predicozzo (ουσ αρσ )
predigerire (ρ. μτβ.)
predigestione (θηλ.ουσ)
prediletto (ουσ αρσ )
prediletto (επίθ.)
predilezione (θηλ.ουσ)
prediligere (ρ. μτβ.)
prediluviale (επίθ.)
predio (ουσ αρσ )
predire (ρ. μτβ.)
predisporsi (ρ.μ. (αντων.))
predisporre (ρ. μτβ.)
predisposizione (θηλ.ουσ)
predisposto (επίθ.)
predizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---