Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpredicòzzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [prediˈkɔttso] 1 ψάλσιμο 2 κατσάδα 3 μάλωμα 4 εξάψαλμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |