Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


predicaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [predikaˈmento]

1 υπόληψη
2 κήρυγμα
3 κατηγορία (ταξινόμησης)
4 νουθεσία
5 εκτίμηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  predicabile predicare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prediabetico (αρσ. επίθ και ουσ)
prediale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
predica (θηλ.ουσ)
predicabile (ουσ αρσ )
predicabile (επίθ.)
predicamento (ουσ αρσ )
predicare (ρ. μτβ.)
predicativo (αρσ. επίθ και ουσ)
predicato (αρσ. επίθ και ουσ)
predicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
predicatorio (επίθ.)
predicazione (θηλ.ουσ)
predicozzo (ουσ αρσ )
predigerire (ρ. μτβ.)
predigestione (θηλ.ουσ)
prediletto (ουσ αρσ )
prediletto (επίθ.)
predilezione (θηλ.ουσ)
prediligere (ρ. μτβ.)
prediluviale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---