Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precisaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [preʧizaˈmente]

ακριβώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precipuo precisare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

precipitosamente (επίρ.)
precipitoso (επίθ.)
precipizio (ουσ αρσ )
precipuamente (επίρ.)
precipuo (επίθ.)
precisamente (επίρ.)
precisare (ρ. μτβ.)
precisazione (θηλ.ουσ)
precisione (θηλ.ουσ)
preciso (επίθ.)
precitato (επίθ.)
preclaro (επίθ.)
preclassico (επίθ.)
precludere (ρ. μτβ.)
preclusione (θηλ.ουσ)
preclusivo (επίθ.)
precoce (επίθ.)
precocemente (επίρ.)
precocità (θηλ.ουσ)
precognitivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---