Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precìpuo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [preˈʧipuo]

1 ειδικός
2 ιδιόμορφος
3 ιδιάζων
4 ιδιαίτερος
5 δομικός
6 θεμελιώδης
7 ακρογωνιαίος
8 κύριος
9 ουσιαστικός
10 πρωταρχικός
11 βασικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precipuamente precisamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

precipitevolissimevolmente (επίρ.)
precipitosamente (επίρ.)
precipitoso (επίθ.)
precipizio (ουσ αρσ )
precipuamente (επίρ.)
precipuo (επίθ.)
precisamente (επίρ.)
precisare (ρ. μτβ.)
precisazione (θηλ.ουσ)
precisione (θηλ.ουσ)
preciso (επίθ.)
precitato (επίθ.)
preclaro (επίθ.)
preclassico (επίθ.)
precludere (ρ. μτβ.)
preclusione (θηλ.ουσ)
preclusivo (επίθ.)
precoce (επίθ.)
precocemente (επίρ.)
precocità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---