Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precipuaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [preʧipuaˈmente]

1 πρώτιστα
2 κατά πρώτο λόγο
3 προπαντός
4 πάνω απ' όλα
5 κυρίως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precipizio precipuo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

precipite (επίθ.)
precipitevolissimevolmente (επίρ.)
precipitosamente (επίρ.)
precipitoso (επίθ.)
precipizio (ουσ αρσ )
precipuamente (επίρ.)
precipuo (επίθ.)
precisamente (επίρ.)
precisare (ρ. μτβ.)
precisazione (θηλ.ουσ)
precisione (θηλ.ουσ)
preciso (επίθ.)
precitato (επίθ.)
preclaro (επίθ.)
preclassico (επίθ.)
precludere (ρ. μτβ.)
preclusione (θηλ.ουσ)
preclusivo (επίθ.)
precoce (επίθ.)
precocemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---