Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precipitosaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [preʧipitosaˈmente]

1 απερίσκεπτα
2 ριψοκίνδυνα
3 χωρίς καθυστέρηση
4 επιτροχάδην
5 ορμητικά
6 βίαια
7 με φόρα
8 με φούρια
9 με τα μούτρα
10 βιαστικά
11 εσπευσμένα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precipitevolissimevolmente precipitoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

precipitato (επίθ.)
precipitatore (ουσ αρσ )
precipitazione (θηλ.ουσ)
precipite (επίθ.)
precipitevolissimevolmente (επίρ.)
precipitosamente (επίρ.)
precipitoso (επίθ.)
precipizio (ουσ αρσ )
precipuamente (επίρ.)
precipuo (επίθ.)
precisamente (επίρ.)
precisare (ρ. μτβ.)
precisazione (θηλ.ουσ)
precisione (θηλ.ουσ)
preciso (επίθ.)
precitato (επίθ.)
preclaro (επίθ.)
preclassico (επίθ.)
precludere (ρ. μτβ.)
preclusione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---