Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprecipitazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [preʧipitatˈtsjone] 1 σπουδή 2 βιασύνη 3 ιζηματοποίηση 4 κατακρήμνισμα 5 καθίζηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |