precipitàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [preʧipiˈtato]
1 ίζημα
2 κατακρήμνισμα
precipitàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [preʧipiˈtato]
1 ανυπόμονος
2 βιαστικός
3 βίαιος
4 περιπετειώδης
5 βεβιασμένος
6 εσπευσμένος
7 τυχοδιωκτικός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [preʧipiˈtato]
1 ίζημα
2 κατακρήμνισμα
precipitàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [preʧipiˈtato]
1 ανυπόμονος
2 βιαστικός
3 βίαιος
4 περιπετειώδης
5 βεβιασμένος
6 εσπευσμένος
7 τυχοδιωκτικός
permalink
precipitato (ουσ αρσ )
precipitato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android