Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precipitàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [preʧipiˈtato]

1 ίζημα
2 κατακρήμνισμα

precipitàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [preʧipiˈtato]

1 ανυπόμονος
2 βιαστικός
3 βίαιος
4 περιπετειώδης
5 βεβιασμένος
6 εσπευσμένος
7 τυχοδιωκτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precipitarsi precipitatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

precipitabilità (θηλ.ουσ)
precipitante (επίθ.)
precipitare (ρ.αμτβ.)
precipitare (ρ. μτβ.)
precipitarsi (ρ.μ. (αντων.))
precipitato (ουσ αρσ )
precipitato (επίθ.)
precipitatore (ουσ αρσ )
precipitazione (θηλ.ουσ)
precipite (επίθ.)
precipitevolissimevolmente (επίρ.)
precipitosamente (επίρ.)
precipitoso (επίθ.)
precipizio (ουσ αρσ )
precipuamente (επίρ.)
precipuo (επίθ.)
precisamente (επίρ.)
precisare (ρ. μτβ.)
precisazione (θηλ.ουσ)
precisione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---