Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precipitànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [preʧipiˈtante]

διαλυτικό αποικοδόμησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precipitabilità precipitare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

precettivo (επίθ.)
precetto (ουσ αρσ )
precettore (ουσ αρσ )
precipitabile (επίθ.)
precipitabilità (θηλ.ουσ)
precipitante (επίθ.)
precipitare (ρ.αμτβ.)
precipitare (ρ. μτβ.)
precipitarsi (ρ.μ. (αντων.))
precipitato (ουσ αρσ )
precipitato (επίθ.)
precipitatore (ουσ αρσ )
precipitazione (θηλ.ουσ)
precipite (επίθ.)
precipitevolissimevolmente (επίρ.)
precipitosamente (επίρ.)
precipitoso (επίθ.)
precipizio (ουσ αρσ )
precipuamente (επίρ.)
precipuo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---