precètto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [preˈʧɛtto]
1 νόρμα
2 κανόνας
3 παραίνεση
4 πρότυπο
5 αρχή γενικής ισχύος
6 ειδοποίηση κατάταξης στο στράτευμα
7 εντολή
8 διαταγή
9 εντολή γενικής ισχύος
10 επιταγή πληρωμής μετά τη δίκη
11 διάταξη
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [preˈʧɛtto]
1 νόρμα
2 κανόνας
3 παραίνεση
4 πρότυπο
5 αρχή γενικής ισχύος
6 ειδοποίηση κατάταξης στο στράτευμα
7 εντολή
8 διαταγή
9 εντολή γενικής ισχύος
10 επιταγή πληρωμής μετά τη δίκη
11 διάταξη
permalink
precetto (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android