Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [preˈʧɛtto]

1 νόρμα
2 κανόνας
3 παραίνεση
4 πρότυπο
5 αρχή γενικής ισχύος
6 ειδοποίηση κατάταξης στο στράτευμα
7 εντολή
8 διαταγή
9 εντολή γενικής ισχύος
10 επιταγή πληρωμής μετά τη δίκη
11 διάταξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precettivo precettore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

precettare (ρ. μτβ.)
precettazione (θηλ.ουσ)
precettista (ουσ αρσ και θηλ.)
precettistica (θηλ.ουσ)
precettivo (επίθ.)
precetto (ουσ αρσ )
precettore (ουσ αρσ )
precipitabile (επίθ.)
precipitabilità (θηλ.ουσ)
precipitante (επίθ.)
precipitare (ρ.αμτβ.)
precipitare (ρ. μτβ.)
precipitarsi (ρ.μ. (αντων.))
precipitato (ουσ αρσ )
precipitato (επίθ.)
precipitatore (ουσ αρσ )
precipitazione (θηλ.ουσ)
precipite (επίθ.)
precipitevolissimevolmente (επίρ.)
precipitosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---