Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [preʧetˈtare]

1 προσκαλώ
2 συγκεντρώνω δυνάμεις
3 κελεύω
4 υπενθυμίζω
5 φέρνω προς ενέργεια
6 προστάζω
7 συγκαλώ
8 παραγγέλλω κλήτευση κάποιου
9 κλητεύω
10 προσεπικαλώ
11 στέλνω πρόσκληση να έλθει
12 διατάζω
13 καλώ σε στρατιωτική δράση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precessione precettazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

precedente (επίθ.)
precedentemente (επίρ.)
precedenza (θηλ.ουσ)
precedere (ρ. μτβ.)
precessione (θηλ.ουσ)
precettare (ρ. μτβ.)
precettazione (θηλ.ουσ)
precettista (ουσ αρσ και θηλ.)
precettistica (θηλ.ουσ)
precettivo (επίθ.)
precetto (ουσ αρσ )
precettore (ουσ αρσ )
precipitabile (επίθ.)
precipitabilità (θηλ.ουσ)
precipitante (επίθ.)
precipitare (ρ.αμτβ.)
precipitare (ρ. μτβ.)
precipitarsi (ρ.μ. (αντων.))
precipitato (ουσ αρσ )
precipitato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---