Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precessióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [preʧesˈsjone]

1 κλονισμός άξονα περιστροφής
2 μετάπτωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precedere precettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

precauzione (θηλ.ουσ)
precedente (επίθ.)
precedentemente (επίρ.)
precedenza (θηλ.ουσ)
precedere (ρ. μτβ.)
precessione (θηλ.ουσ)
precettare (ρ. μτβ.)
precettazione (θηλ.ουσ)
precettista (ουσ αρσ και θηλ.)
precettistica (θηλ.ουσ)
precettivo (επίθ.)
precetto (ουσ αρσ )
precettore (ουσ αρσ )
precipitabile (επίθ.)
precipitabilità (θηλ.ουσ)
precipitante (επίθ.)
precipitare (ρ.αμτβ.)
precipitare (ρ. μτβ.)
precipitarsi (ρ.μ. (αντων.))
precipitato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---