Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precedènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [preʧeˈdɛnte]

προηγούμενος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precauzione precedentemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

precarietà (θηλ.ουσ)
precario (ουσ αρσ )
precario (επίθ.)
precauzionale (επίθ.)
precauzione (θηλ.ουσ)
precedente (επίθ.)
precedentemente (επίρ.)
precedenza (θηλ.ουσ)
precedere (ρ. μτβ.)
precessione (θηλ.ουσ)
precettare (ρ. μτβ.)
precettazione (θηλ.ουσ)
precettista (ουσ αρσ και θηλ.)
precettistica (θηλ.ουσ)
precettivo (επίθ.)
precetto (ουσ αρσ )
precettore (ουσ αρσ )
precipitabile (επίθ.)
precipitabilità (θηλ.ουσ)
precipitante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---