Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precarietà  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prekarjeˈta]

1 αμφιβολία
2 αβεβαιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precariato precario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prebendato (επίθ.)
precambriano (αρσ. επίθ και ουσ)
precamera (θηλ.ουσ)
precampionato (αρσ. επίθ και ουσ)
precariato (ουσ αρσ )
precarietà (θηλ.ουσ)
precario (ουσ αρσ )
precario (επίθ.)
precauzionale (επίθ.)
precauzione (θηλ.ουσ)
precedente (επίθ.)
precedentemente (επίρ.)
precedenza (θηλ.ουσ)
precedere (ρ. μτβ.)
precessione (θηλ.ουσ)
precettare (ρ. μτβ.)
precettazione (θηλ.ουσ)
precettista (ουσ αρσ και θηλ.)
precettistica (θηλ.ουσ)
precettivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---