Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precariàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prekaˈrjato]

1 πρόσθετοι καθηγητές
2 αναπληρωτές καθηγητές στη μέση εκπαίδευση
3 με μόνιμο προσωπικό
4 έλλειψη σταθερότητας σε κάποια δουλειά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precampionato precarietà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prebendato (ουσ αρσ )
prebendato (επίθ.)
precambriano (αρσ. επίθ και ουσ)
precamera (θηλ.ουσ)
precampionato (αρσ. επίθ και ουσ)
precariato (ουσ αρσ )
precarietà (θηλ.ουσ)
precario (ουσ αρσ )
precario (επίθ.)
precauzionale (επίθ.)
precauzione (θηλ.ουσ)
precedente (επίθ.)
precedentemente (επίρ.)
precedenza (θηλ.ουσ)
precedere (ρ. μτβ.)
precessione (θηλ.ουσ)
precettare (ρ. μτβ.)
precettazione (θηλ.ουσ)
precettista (ουσ αρσ και θηλ.)
precettistica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---