Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prebendàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prebenˈdato]

κληρικός με μισθό

prebendàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prebenˈdato]

ο του μισθού κληρικού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prebendario precambriano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preavviso (ουσ αρσ )
prebarba (αρσ. επίθ και ουσ)
prebellico (επίθ.)
prebenda (θηλ.ουσ)
prebendario (ουσ αρσ )
prebendato (ουσ αρσ )
prebendato (επίθ.)
precambriano (αρσ. επίθ και ουσ)
precamera (θηλ.ουσ)
precampionato (αρσ. επίθ και ουσ)
precariato (ουσ αρσ )
precarietà (θηλ.ουσ)
precario (ουσ αρσ )
precario (επίθ.)
precauzionale (επίθ.)
precauzione (θηλ.ουσ)
precedente (επίθ.)
precedentemente (επίρ.)
precedenza (θηλ.ουσ)
precedere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---