Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprebendàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [prebenˈdato] κληρικός με μισθό prebendàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [prebenˈdato] ο του μισθού κληρικού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |