Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precauzionàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prekawttsjoˈnale]

1 προληπτικός
2 προφυλακτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precario precauzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

precampionato (αρσ. επίθ και ουσ)
precariato (ουσ αρσ )
precarietà (θηλ.ουσ)
precario (ουσ αρσ )
precario (επίθ.)
precauzionale (επίθ.)
precauzione (θηλ.ουσ)
precedente (επίθ.)
precedentemente (επίρ.)
precedenza (θηλ.ουσ)
precedere (ρ. μτβ.)
precessione (θηλ.ουσ)
precettare (ρ. μτβ.)
precettazione (θηλ.ουσ)
precettista (ουσ αρσ και θηλ.)
precettistica (θηλ.ουσ)
precettivo (επίθ.)
precetto (ουσ αρσ )
precettore (ουσ αρσ )
precipitabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---