Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precedenteménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [preʧedenteˈmente]

1 σε προηγούμενη περίπτωση
2 πρότερον
3 πριν
4 προηγουμένως
5 προτού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precedente precedenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

precario (ουσ αρσ )
precario (επίθ.)
precauzionale (επίθ.)
precauzione (θηλ.ουσ)
precedente (επίθ.)
precedentemente (επίρ.)
precedenza (θηλ.ουσ)
precedere (ρ. μτβ.)
precessione (θηλ.ουσ)
precettare (ρ. μτβ.)
precettazione (θηλ.ουσ)
precettista (ουσ αρσ και θηλ.)
precettistica (θηλ.ουσ)
precettivo (επίθ.)
precetto (ουσ αρσ )
precettore (ουσ αρσ )
precipitabile (επίθ.)
precipitabilità (θηλ.ουσ)
precipitante (επίθ.)
precipitare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---