Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preclùdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [preˈkludere]

1 αποκλείω
2 μπλοκάρω
3 εμποδίζω
4 φρακάρω
5 φράζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preclassico preclusione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

precisione (θηλ.ουσ)
preciso (επίθ.)
precitato (επίθ.)
preclaro (επίθ.)
preclassico (επίθ.)
precludere (ρ. μτβ.)
preclusione (θηλ.ουσ)
preclusivo (επίθ.)
precoce (επίθ.)
precocemente (επίρ.)
precocità (θηλ.ουσ)
precognitivo (επίθ.)
precognito (αρσ. επίθ και ουσ)
precognizione (θηλ.ουσ)
precolombiano (επίθ.)
precombustione (θηλ.ουσ)
precompressione (θηλ.ουσ)
precompresso (επίθ.)
precomprimere (ρ. μτβ.)
preconcetto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---