Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpreconcètto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [prekonˈʧɛtto] προκατάληψη preconcètto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [prekonˈʧɛtto] προκατειλημμένος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |