Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preconfezionaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prekonfettsjonaˈmento]

προσυσκευασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preconcetto preconfezionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

precompressione (θηλ.ουσ)
precompresso (επίθ.)
precomprimere (ρ. μτβ.)
preconcetto (ουσ αρσ )
preconcetto (επίθ.)
preconfezionamento (ουσ αρσ )
preconfezionare (ρ. μτβ.)
preconizzare (ρ. μτβ.)
preconizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
preconizzazione (θηλ.ουσ)
preconoscenza (θηλ.ουσ)
preconoscere (ρ. μτβ.)
preconscio (αρσ. επίθ και ουσ)
precordiale (επίθ.)
precordio (ουσ αρσ )
precorrere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
precorritore (ουσ αρσ )
precorritore (επίθ.)
precostituire (ρ. μτβ.)
precostituito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---