Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precòrdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [preˈkɔrdjo]

Προκάρδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precordiale precorrere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preconizzazione (θηλ.ουσ)
preconoscenza (θηλ.ουσ)
preconoscere (ρ. μτβ.)
preconscio (αρσ. επίθ και ουσ)
precordiale (επίθ.)
precordio (ουσ αρσ )
precorrere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
precorritore (ουσ αρσ )
precorritore (επίθ.)
precostituire (ρ. μτβ.)
precostituito (επίθ.)
precotto (επίθ.)
precristiano (επίθ.)
precuocere (ρ. μτβ.)
precursore (ουσ αρσ )
precursore (επίθ.)
preda (θηλ.ουσ)
predare (ρ. μτβ.)
predatore (ουσ αρσ )
predatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---