Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpredatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [predaˈtore] 1 κουρσευτής 2 λαφυραγωγός 3 πειρατής 4 διαγουμιστής 5 πλιατσικολόγος 6 ληστής predatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [predaˈtore] 1 ληστρικός 2 λαφυραγωγικός 3 πειρατικός 4 αρπακτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |