Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prèda  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛda]

η λεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precursore predare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere in preda = ειμαι έρμαιο || essere in preda al panico = πανικοβάλλομαι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

precotto (επίθ.)
precristiano (επίθ.)
precuocere (ρ. μτβ.)
precursore (ουσ αρσ )
precursore (επίθ.)
preda (θηλ.ουσ)
predare (ρ. μτβ.)
predatore (ουσ αρσ )
predatore (επίθ.)
predatorio (επίθ.)
predazione (θηλ.ουσ)
predecessore (ουσ αρσ )
predella (θηλ.ουσ)
predellino (ουσ αρσ )
predestinare (ρ. μτβ.)
predestinato (ουσ αρσ )
predestinato (επίθ.)
predestinazione (θηλ.ουσ)
predestinazionismo (ουσ αρσ )
predeterminare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---