Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


predazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [predatˈtsjone]

1 ζωή σαρκοβόρων αρπακτικών
2 αρπαγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  predatorio predecessore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preda (θηλ.ουσ)
predare (ρ. μτβ.)
predatore (ουσ αρσ )
predatore (επίθ.)
predatorio (επίθ.)
predazione (θηλ.ουσ)
predecessore (ουσ αρσ )
predella (θηλ.ουσ)
predellino (ουσ αρσ )
predestinare (ρ. μτβ.)
predestinato (ουσ αρσ )
predestinato (επίθ.)
predestinazione (θηλ.ουσ)
predestinazionismo (ουσ αρσ )
predeterminare (ρ. μτβ.)
predeterminazione (θηλ.ουσ)
predetto (επίθ.)
prediabete (ουσ αρσ )
prediabetico (αρσ. επίθ και ουσ)
prediale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---