Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


predestinàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [predestiˈnato]

προορισμός

predestinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [predestiˈnato]

1 προαποφασισμένος
2 προορισμένος
3 καταδικασμένος
4 προκαθορισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  predestinare predestinazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

predazione (θηλ.ουσ)
predecessore (ουσ αρσ )
predella (θηλ.ουσ)
predellino (ουσ αρσ )
predestinare (ρ. μτβ.)
predestinato (ουσ αρσ )
predestinato (επίθ.)
predestinazione (θηλ.ουσ)
predestinazionismo (ουσ αρσ )
predeterminare (ρ. μτβ.)
predeterminazione (θηλ.ουσ)
predetto (επίθ.)
prediabete (ουσ αρσ )
prediabetico (αρσ. επίθ και ουσ)
prediale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
predica (θηλ.ουσ)
predicabile (ουσ αρσ )
predicabile (επίθ.)
predicamento (ουσ αρσ )
predicare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---