Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precursóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prekurˈsore]

ο πρόδρομος

precursóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prekurˈsore]

προδρομικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precuocere preda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

precostituire (ρ. μτβ.)
precostituito (επίθ.)
precotto (επίθ.)
precristiano (επίθ.)
precuocere (ρ. μτβ.)
precursore (ουσ αρσ )
precursore (επίθ.)
preda (θηλ.ουσ)
predare (ρ. μτβ.)
predatore (ουσ αρσ )
predatore (επίθ.)
predatorio (επίθ.)
predazione (θηλ.ουσ)
predecessore (ουσ αρσ )
predella (θηλ.ουσ)
predellino (ουσ αρσ )
predestinare (ρ. μτβ.)
predestinato (ουσ αρσ )
predestinato (επίθ.)
predestinazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---