Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprecorritóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [prekorriˈtore] 1 προάγγελος 2 πρόδρομος 3 κήρυκας precorritóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [prekorriˈtore] 1 προκαταρκτικός 2 προαγγελτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |