Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precognizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prekoɲɲitˈtsjone]

1 πρόβλεψη
2 αρχική διάγνωση
3 πρόγνωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precognito precolombiano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

precoce (επίθ.)
precocemente (επίρ.)
precocità (θηλ.ουσ)
precognitivo (επίθ.)
precognito (αρσ. επίθ και ουσ)
precognizione (θηλ.ουσ)
precolombiano (επίθ.)
precombustione (θηλ.ουσ)
precompressione (θηλ.ουσ)
precompresso (επίθ.)
precomprimere (ρ. μτβ.)
preconcetto (ουσ αρσ )
preconcetto (επίθ.)
preconfezionamento (ουσ αρσ )
preconfezionare (ρ. μτβ.)
preconizzare (ρ. μτβ.)
preconizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
preconizzazione (θηλ.ουσ)
preconoscenza (θηλ.ουσ)
preconoscere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---