Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precòce  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [preˈkɔʧe]

1 παράκαιρος
2 πρώιμος
3 πρόωρος
4 ανεπίκαιρος
5 πρωτόφαντος
6 πρώιμα αναπτυγμένος
7 πρωτόλουβος
8 πρωτοκαιρίτικος
9 άκαιρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preclusivo precocemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preclaro (επίθ.)
preclassico (επίθ.)
precludere (ρ. μτβ.)
preclusione (θηλ.ουσ)
preclusivo (επίθ.)
precoce (επίθ.)
precocemente (επίρ.)
precocità (θηλ.ουσ)
precognitivo (επίθ.)
precognito (αρσ. επίθ και ουσ)
precognizione (θηλ.ουσ)
precolombiano (επίθ.)
precombustione (θηλ.ουσ)
precompressione (θηλ.ουσ)
precompresso (επίθ.)
precomprimere (ρ. μτβ.)
preconcetto (ουσ αρσ )
preconcetto (επίθ.)
preconfezionamento (ουσ αρσ )
preconfezionare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---