Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


precognitìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prekoɲɲiˈtivo]

ο της πρόγνωσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precocità precognito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preclusione (θηλ.ουσ)
preclusivo (επίθ.)
precoce (επίθ.)
precocemente (επίρ.)
precocità (θηλ.ουσ)
precognitivo (επίθ.)
precognito (αρσ. επίθ και ουσ)
precognizione (θηλ.ουσ)
precolombiano (επίθ.)
precombustione (θηλ.ουσ)
precompressione (θηλ.ουσ)
precompresso (επίθ.)
precomprimere (ρ. μτβ.)
preconcetto (ουσ αρσ )
preconcetto (επίθ.)
preconfezionamento (ουσ αρσ )
preconfezionare (ρ. μτβ.)
preconizzare (ρ. μτβ.)
preconizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
preconizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---