Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preclusióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prekluˈzjone]

1 φραγμός
2 εμπόδιο
3 αποκλεισμός
4 κώλυμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  precludere preclusivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preciso (επίθ.)
precitato (επίθ.)
preclaro (επίθ.)
preclassico (επίθ.)
precludere (ρ. μτβ.)
preclusione (θηλ.ουσ)
preclusivo (επίθ.)
precoce (επίθ.)
precocemente (επίρ.)
precocità (θηλ.ουσ)
precognitivo (επίθ.)
precognito (αρσ. επίθ και ουσ)
precognizione (θηλ.ουσ)
precolombiano (επίθ.)
precombustione (θηλ.ουσ)
precompressione (θηλ.ουσ)
precompresso (επίθ.)
precomprimere (ρ. μτβ.)
preconcetto (ουσ αρσ )
preconcetto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---