Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolverizzàbile
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [polveridˈdzabile] 1 που μπορεί να τριφτεί 2 που μπορεί να κονιορτοποιηθεί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |