Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polverizzatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [polveriddzaˈtore]

1 ραντιστήρι
2 ψεκαστήρας
3 φλιτ
4 μπεκ
5 ακροφύσιο
6 συσκευή ραντίσματος
7 διάταξη αεριοποίησης
8 διάταξη κονιορτοποίησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polverizzato polverizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

polverio (ουσ αρσ )
polverizzabile (επίθ.)
polverizzare (ρ. μτβ.)
polverizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
polverizzato (επίθ.)
polverizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
polverizzazione (θηλ.ουσ)
polverone (ουσ αρσ )
polveroso (επίθ.)
polverulento (επίθ.)
polverume (ουσ αρσ )
pomaio (ουσ αρσ )
pomario (ουσ αρσ )
pomata (θηλ.ουσ)
pomato (επίθ.)
pomellato (επίθ.)
pomellatura (θηλ.ουσ)
pomello (ουσ αρσ )
pomeridiano (επίθ.)
pomeriggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---