Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolverizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [polveriddzatˈtsjone] 1 ατμοποίηση 2 εξαέρωση 3 κονιοποίηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |