Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polverizzàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [polveridˈdzato]

1 κονιορτοποιημένος
2 που έχει γίνει σκόνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polverizzarsi polverizzatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

polverino (ουσ αρσ )
polverio (ουσ αρσ )
polverizzabile (επίθ.)
polverizzare (ρ. μτβ.)
polverizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
polverizzato (επίθ.)
polverizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
polverizzazione (θηλ.ουσ)
polverone (ουσ αρσ )
polveroso (επίθ.)
polverulento (επίθ.)
polverume (ουσ αρσ )
pomaio (ουσ αρσ )
pomario (ουσ αρσ )
pomata (θηλ.ουσ)
pomato (επίθ.)
pomellato (επίθ.)
pomellatura (θηλ.ουσ)
pomello (ουσ αρσ )
pomeridiano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---