Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polverìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [polveˈrino]

1 εκρηκτικό γεμίσματος (όπλου κλπ)
2 κουτάκι με άμμο για στέγνωμα μελάνης
3 γόμωση
4 άμμος για στέγνωμα μελάνης
5 φιάλη πούντρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polverina polverio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

polveraio (επίθ.)
polvere (θηλ.ουσ)
polveriera (θηλ.ουσ)
polverificio (ουσ αρσ )
polverina (θηλ.ουσ)
polverino (ουσ αρσ )
polverio (ουσ αρσ )
polverizzabile (επίθ.)
polverizzare (ρ. μτβ.)
polverizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
polverizzato (επίθ.)
polverizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
polverizzazione (θηλ.ουσ)
polverone (ουσ αρσ )
polveroso (επίθ.)
polverulento (επίθ.)
polverume (ουσ αρσ )
pomaio (ουσ αρσ )
pomario (ουσ αρσ )
pomata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---