ItalianoGreco


polverìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [polveˈrino]

1 εκρηκτικό γεμίσματος (όπλου κλπ)
2 κουτάκι με άμμο για στέγνωμα μελάνης
3 γόμωση
4 άμμος για στέγνωμα μελάνης
5 φιάλη πούντρας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---