Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polverièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [polveˈrjɛra]

1 πυριτιδαποθήκη
2 μεταλλική θήκη μπαρουτιού
3 βαρέλι με μπαρούτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polvere polverificio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

poltronesco (επίθ.)
poltronissima (θηλ.ουσ)
poltronite (θηλ.ουσ)
polveraio (επίθ.)
polvere (θηλ.ουσ)
polveriera (θηλ.ουσ)
polverificio (ουσ αρσ )
polverina (θηλ.ουσ)
polverino (ουσ αρσ )
polverio (ουσ αρσ )
polverizzabile (επίθ.)
polverizzare (ρ. μτβ.)
polverizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
polverizzato (επίθ.)
polverizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
polverizzazione (θηλ.ουσ)
polverone (ουσ αρσ )
polveroso (επίθ.)
polverulento (επίθ.)
polverume (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---