Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolveróso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [polveˈroso], [polveˈrozo] 1 κονιοποιημένος 2 κονιορτοβριθής 3 σκονισμένος 4 κατασκονισμένος 5 κονισαλέος 6 καλυμμένος με σκόνη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |