Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolverifìcio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [polveriˈfiʧo] 1 πυριτιδοποιία 2 βιομηχανία πυρίτιδας 3 εργοστάσιο πυρίτιδας 4 πυριτιδοποιείο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |