Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpìcchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpikkjo] 1 χτύπος 2 χτύπημα 3 δρυοκολάπτης dendrocopus maior 4 χτύπος ελαφρύς και γρήγορος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |