Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpìccolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpikkolo] (bambino) το μωρό pìccolo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈpikkolo] μικρός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |