Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpìcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpikko] (vetta) η κορυφή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa picco = κάθετα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |