Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pìcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpikko]

(vetta) η κορυφή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piccione piccolezza  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a picco = κάθετα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

picciolato (επίθ.)
picciolo (ουσ αρσ )
piccionaia (θηλ.ουσ)
piccioncino (ουσ αρσ )
piccione (ουσ αρσ )
picco (ουσ αρσ )
piccolezza (θηλ.ουσ)
piccolo (ουσ αρσ )
piccolo (επίθ.)
piccoloborghese (ουσ αρσ και θηλ.)
piccoloborghese (επίθ.)
picconare (ρ.αμτβ.)
picconare (ρ. μτβ.)
picconata (θηλ.ουσ)
piccone (ουσ αρσ )
picconiere (ουσ αρσ )
piccosità (θηλ.ουσ)
piccoso (αρσ. επίθ και ουσ)
piccozza (θηλ.ουσ)
piceo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---