Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piccioncìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pitʧonˈʧino]

1 αγάπη μου
2 γλύκα μου (κανάκεμα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piccionaia piccione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piccino (ουσ αρσ )
piccino (επίθ.)
picciolato (επίθ.)
picciolo (ουσ αρσ )
piccionaia (θηλ.ουσ)
piccioncino (ουσ αρσ )
piccione (ουσ αρσ )
picco (ουσ αρσ )
piccolezza (θηλ.ουσ)
piccolo (ουσ αρσ )
piccolo (επίθ.)
piccoloborghese (ουσ αρσ και θηλ.)
piccoloborghese (επίθ.)
picconare (ρ.αμτβ.)
picconare (ρ. μτβ.)
picconata (θηλ.ουσ)
piccone (ουσ αρσ )
picconiere (ουσ αρσ )
piccosità (θηλ.ουσ)
piccoso (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---