Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiccìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pitˈʧino] 1 λεπτοκαμωμένο παιδάκι 2 μικρό ζώο 3 ζωάκι 4 αδύνατο παιδάκι 5 παιδί 6 μικρό παιδί 7 παιδάκι piccìno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pitˈʧino] μικρούτσικος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |