Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpicchiettàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pikkjetˈtato] 1 στακάτο παίξιμο 2 παίξιμο κοφτό ή ασυνεχές (για νότες) picchiettàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pikkjetˈtato] 1 κοφτός ή ασυνεχής (για νότες) 2 παιγμένος κοφτά ή ασυνεχώς 3 στακάτο 4 πολύστικτος 5 διάστικτος 6 κατάστικτος 7 παρδαλός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |