Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpicchiettatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pikkjettaˈtura] 1 ύπαρξη διάστικτου τριχώματος 2 πολύστικτο μοτίβο δέρματος ζώου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |