ItalianoGreco


picchiettàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [pikkjetˈtare]

1 διακοσμώ με στίγματα
2 καταστίζω
3 παίζω τις νότες στακάτο (χτυπητά)
4 χτυπώ με απότομους κτύπους
5 στίζω
6 διαστίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---