picchiettàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [pikkjetˈtare]
1 διακοσμώ με στίγματα
2 καταστίζω
3 παίζω τις νότες στακάτο (χτυπητά)
4 χτυπώ με απότομους κτύπους
5 στίζω
6 διαστίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [pikkjetˈtare]
1 διακοσμώ με στίγματα
2 καταστίζω
3 παίζω τις νότες στακάτο (χτυπητά)
4 χτυπώ με απότομους κτύπους
5 στίζω
6 διαστίζω
permalink
picchiettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android