Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


magniloquènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [maɲɲiloˈkwɛnte]

1 πομπώδης
2 μεγαλόστομος
3 στομφώδης
4 επιδεικτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  magnifico magniloquenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

magnificat (ουσ αρσ )
magnificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
magnificazione (θηλ.ουσ)
magnificenza (θηλ.ουσ)
magnifico (επίθ.)
magniloquente (επίθ.)
magniloquenza (θηλ.ουσ)
magnitudine (θηλ.ουσ)
magno (επίθ.)
magnolia (θηλ.ουσ)
mago (ουσ αρσ )
magona (θηλ.ουσ)
magone (ουσ αρσ )
magra (θηλ.ουσ)
magramente (επίρ.)
magrezza (θηλ.ουσ)
magro (ουσ αρσ )
magro (επίθ.)
magrone (ουσ αρσ )
mah (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---